ἀνεπισκότητος

ἀνεπισκότητος
ἀνεπισκότητος
not obscured
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπισκότητος — ἀνεπισκότητος και ἀνεπισκότιστος, ον (AM) αυτός τον οποίο δεν επισκοτίζει, δεν αμαυρώνει ή δεν είναι δυνατόν να αμαυρώσει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπισκότητον — ἀνεπισκότητος not obscured masc/fem acc sg ἀνεπισκότητος not obscured neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκοτήτου — ἀνεπισκότητος not obscured masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκοτήτῳ — ἀνεπισκότητος not obscured masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”